- ανοργίαστος
- ἀνοργίαστος, -ον (Α)1. αυτός που δεν γιορτάζεται με όργια, δηλ. με την καθιερωμένη θρησκευτική τελετουργία2. (για θεούς) αυτός προς τιμή του οποίου δεν γίνονται όργια3. αυτός που δεν είναι μυημένος στα όργια, ο αμύητος.
Dictionary of Greek. 2013.